- εἰσερχόμενος
- εἰσέρχομαιgo inpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIRECTARII — dicti qui in alienas aedes dirigebant, furandigratiâ. Glossae, Directarius ὁ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἕνεκεν τȏυ κλέψαι εἰσερχόμενος οἰκίας, quae interpretatio ab Ulpian est, qui l. 9. de Offic. Proc. Directarios ita exposuit. In iisdem Glossis,… … Hofmann J. Lexicon universale
ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… … Dictionary of Greek
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek